φλέδων — idle talker masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέδων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. φλύαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhled «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό d , μορφή τής ρίζας *bhel «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι,… … Dictionary of Greek
φλεδόνων — φλέδων idle talker masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέδονα — φλέδων idle talker masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέδονες — φλέδων idle talker masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλάζω — Α σχίζομαι, κομματιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. που απαντά μόνο στον αόρ. β΄ ἔ φλαδ ον και το οποίο, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhl d της ρίζας *bhl ed της λ. φλέδων «φλύαρος» (πρβλ. πιθ. παφλάζω, βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek
bhlē̆d-, bhl̥d- — bhlē̆d , bhl̥d English meaning: to boil; to chatter, boast Deutsche Übersetzung: “aufsprudeln, heraussprudeln, also von Worten” Material: Gk. φλέδων “ babbler “, φλεδών “gossip”; φληδῶντα ληροῦντα Hes.; παφλάζω “bubble, seethe,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek
φλεδονεία — ἡ, Α [φλέδων, ονος] πολυλογία, φλυαρία … Dictionary of Greek